συνεεργον...

συνεεργον...
    συνέεργον...
    συνεέργαθον, συνέεργον
    эп. impf. к συνέργω См. συνεργω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συνεεργον..." в других словарях:

  • συνέεργον — συνέργω shut up imperf ind act 3rd pl (epic) συνέργω shut up imperf ind act 1st sg (epic) συνέργω shut up imperf ind act 3rd pl (epic) συνέργω shut up imperf ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»